Η
σκληρότητα του νερού είναι μία από τις σημαντικές χημικές
παραμέτρους της ποιότητας του νερού, μαζί με το
pH,
την αγωγιμότητα (conductivity)
κλπ.
Ο ρόλος της σκληρότητας, τόσο για τη
χημεία του νερού, όσο και για την φυσιολογία των ψαριών και την υγεία των
υδρόβιων φυτών και ζώων (πχ ασπόνδυλα) είναι, σαφώς, ένας ρόλος
πρωταγωνιστικός. Η σκληρότητα, διατηρεί πολύ στενή σχέση
με το pH,
αφού σ’ αυτήν οφείλεται, εν πολλοίς, τόσο η διαμόρφωση των τιμών του pH,
όσο και η σταθερότητά του. Επειδή το
pH
είναι σταθεροποιητικός παράγοντας για ένα κλειστό σύστημα ενυδρείου - αφού
επιδρά στην τοξικότητα των ενώσεων του Αζώτου μέσα στο νερό -
αντιλαμβανόμαστε πώς και για ποιο λόγο, ή σκληρότητα είναι μία βασική
χημική παράμετρος του νερού.
Τα διαλυμένα άλατα στο νερό απορροφούνται
από τα ψάρια ως απαραίτητα για τη διαβίωσή τους άλατα ή ιχνοστοιχεία –
αφού όλοι οι οργανισμοί χρειάζονται άλατα και ιχνοστοιχεία - και ως πρώτη
ύλη για το χτίσιμο της οστέινης μάζας τους (σκελετός) και για τις
περαιτέρω λειτουργίες τους. Τα υδρόβια φυτά χρησιμοποιούν επίσης τα
διάφορα άλατα ως θρεπτικά συστατικά και τα υδρόβια ασπόνδυλα ζώα χρειάζονται
τα άλατα για να κτίσουν τους σκελετούς τους (κοράλλια) ή τα κελύφη τους
(υδρόβια σαλιγκάρια, σπειρογράφοι).
Η σκληρότητα στην πραγματικότητα είναι
δύο πράγματα μαζί, που το ένα επηρεάζει και επηρεάζεται
από το άλλο.
Υπάρχουν δύο διαφορετικές σκληρότητες,
η
Ολική σκληρότητα (General
Hardness) και
η Ανθρακική
σκληρότητα (Carbonate
Hardness).
Η Ολική σκληρότητα (GH)
μετράει τη συγκέντρωση των διαλυμένων αλάτων στο νερό. Συνήθως αναφέρεται
στη συγκέντρωση αλάτων Ασβεστίου (Ca
2+) και Μαγνησίου (Mg
2+). Αυτές οι συγκεντρώσεις μετρούνται η σε p.p.m.
(parts per million
= μέρη στο εκατομμύριο),
mg/l
(χιλιοστογραμμάρια ανά λίτρο) ή γερμανικούς βαθμούς (dGH).
Για να μετατρέψουμε τους
dGH
σε mg/l
ή
p.p.m.
αρκεί να πολλαπλασιάσουμε τους γερμανικούς βαθμούς επί 17,9.
Η Ανθρακική σκληρότητα (ΚΗ) γνωστή
και σαν Alkalinity, μετράει τη συγκέντρωση Ανθρακικών (carbonates)
και Διτανθρακικών (bicarbonates)
αλάτων στο νερό. Μετριέται και αυτή σε
p.p.m.,
mg/l
ή γερμανικούς βαθμούς (dKH).
Για να μετατρέψουμε τους
dKH
σε mg/l
ή p.p.m.
πρέπει, επίσης, να πολλαπλασιάσουμε τους γερμανικούς βαθμούς επί 17,9.
Μόνο το νερό του χιονιού, της βροχής και τα νερά
περιοχών με μεγάλες βροχοπτώσεις (πχ οι όγκοι των επιφανειακών νερών στα
δάση της βροχής της λεκάνης του Αμαζονίου) είναι μαλακά. Δεν περιέχουν
δηλαδή καθόλου άλατα Ασβεστίου και Μαγνησίου ή Ανθρακικά άλατα, ή εν πάση
περιπτώσει είναι φτωχά σε περιεκτικότητα σε τέτοια άλατα. Το νερό, ανάλογα με την ποσότητα των διαλυμένων αλάτων
Ασβεστίου, αλάτων Μαγνησίου και Ανθρακικών αλάτων χαρακτηρίζεται ως:
μαλακό,
με συγκεντρώσεις από 0
dGH
(ή/και dKH)
έως 3 dGH
(ή/και
dKH),
ή 0 – 50 p.p.m
ή
mg/l.
Τα νερά με τέτοιες ποιότητες είναι κατάλληλα να φιλοξενήσουν είδη όπως τα
SympHysodon
species
(Discus),
Osteoglossum
species (Arowanas),
τα περισσότερα είδη της οικογένειας
CHARACHIDAE
(Paracheirodon
innesi
κλπ) και όλα τα υδρόβια φυτά, ακόμα και
τα απαιτητικότερα από αυτά.
σχετικά σκληρό,
με συγκεντρώσεις από 3
dGH
(ή/και
dKH)
έως 6 dGH
(ή/και
dKH),
ή 50 – 100 p.p.m.
ή mg/l.
Στα νερά αυτά μπορούν άνετα να φιλοξενηθούν τα περισσότερα από τα
καλλωπιστικά είδη, όπως κιχλίδες της νότιας Αμερικής,
tetras,
Botia
species και φυσικά υδρόβια
φυτά.
σκληρό,
με συγκεντρώσεις από 6
dGH
(ή/και dKH)
έως 11 dGH
(ή/και
dKH),
δηλαδή 100 – 200 p.p.m.
ή mg/l.
Τα κατάλληλα είδη για τέτοια νερά είναι τα ζωοτόκα, τα ψάρια κρύου νερού,
τα danios,
τα Barbus
και αρκετά από τα
Trichogaster
species. Τα φυτά που μπορούν
να ανεχτούν αυτή τη σκληρότητα είναι πιο περιορισμένα, αλλά αρκετά για να
επιλέξουμε.
αρκετά σκληρό,
με συγκεντρώσεις από 11
dGH
(ή/και
dKH)
έως 22 dGH
(ή/και
dKH),
ή 200 – 400 p.p.m.
ή mg/l.
Το νερό αυτό είναι κατάλληλο για ψάρια κρύου νερού, ψάρια των υφάλμυρων
νερών (Monodactylus
argenteus,
ScatopHagus argus
κλπ), ψάρια των λιμνών της
κατακρημνησιγεννούς κοιλάδας της νοτιοανατολικής Αφρικής (Victoria,
Tanganyika,
Malawi).
Τα φυτά που αντέχουν σε τέτοιες σκληρότητες είναι οι
Vallisneria gigantaea,
κάποια από τα
Ceratopteris
species
και κάποια από τα
Anubias
species.
Στην Ελλάδα τα νερά χαρακτηρίζονται
μάλλον σκληρά, επί το πλείστον, αφού οι υδροφόροι ορίζοντες απαντώνται
μέσα σε ασβεστολιθικούς θύλακες και επιπροσθέτως διαλυμένα πυριτικά,
θειούχα και άλλα άλατα δημιουργούν συγκεκριμένες ποιότητες νερού.
Πού μπορούμε να
βρούμε μαλακό νερό;
Πώς μαλακώνει το
νερό;
Πώς χαμηλώνει το
pH;
Πώς ανεβάζουμε
το pH
και τη σκληρότητα;
Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν κάθε σοβαρό
ακουαρίστα που επιθυμεί να κάνει ολοκληρωμένη διατήρηση καλλωπιστικών
ειδών στην αιχμαλωσία, οι οποία θα πρέπει – για να νοείται ολοκληρωμένη –
να περιλαμβάνει και την αναπαραγωγή των ειδών αυτών.
Η σκληρότητα του νερού αφ’ ενός επιδρά
στη συμπεριφορά των ψαριών, αλλά και στη βιολογία τους, αφού ένα πολύ
σκληρό νερό θα καταστήσει σκληρό το περίβλημα των αβγών ειδών ψαριών που
ζουν σε μαλακά νερά και ως εκ τούτου η γονιμοποίησή τους θα είναι είτε
δύσκολη ή ακατόρθωτη. Επίσης οι μηχανισμοί που προκαλούν την αναπαραγωγή
στο φυσικό περιβάλλον και έχουν σχέση με την ποιότητα του νερού (πχ
μαλάκωμα του νερού και μοιραίο χαμήλωμα του
pH
λόγω των εκτεταμένων βροχοπτώσεων), μόνο με τη χρήση τεχνητών μέσων
μπορούν να αναπαρασταθούν πιστά στα ενυδρεία.
Μία καλή πηγή μαλακού νερού είναι βέβαια
το νερό της βροχής. Το πρόβλημα με αυτό το νερό στα μικρά και μεγάλα
αστικά κέντρα, είναι το ότι μπορεί να περιέχει ένα σωρό τοξικά λόγω της
ατμοσφαιρικής ρύπανσης μέσα από την οποία το νερό της βροχής θα περάσει
πριν καταλήξει σε μια δεξαμενή συγκέντρωσης.
Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει το νερό
να φιλτραριστεί με καλής ποιότητας Ενεργό Άνθρακα πριν να χρησιμοποιηθεί
σε ενυδρεία.
Η δεύτερη λύση είναι το πέρασμα του νερού
του εκάστοτε δικτύου μέσα από καλής ποιότητας τύρφη.
Μία τρίτη λύση είναι η χρήση Ορθοφωσφορικού Οξέως (H3PO4).
Η τέταρτη και πρακτικότερη εναλλακτική
είναι η χρήση συσκευών Αντίστροφης Όσμωσης (R.O.)
και η χρήση συσκευών απιονισμού, οι οποίες απομακρύνουν όλα τα μεταλλικά
άλατα από το νερό.
Επειδή οι τρεις πρώτες μέθοδοι είναι εύκολες
στην κατανόησή τους, θα ασχοληθούμε λίγο με τις R.O.’s
και τους απιονιστήρες, μιας και είναι ακόμη πολύ λιγότερο διαδεδομένα σαν
ακουαρίστικα αξεσουάρ.
Συσκευή
Αντίστροφης Όσμωσης της εταιρείας hw |
Οι
R.O.’s
βασίζονται σε ημιπερατές μεμβράνες που επιτρέπουν την διαπερατότητα
διαλυμάτων, με αποτέλεσμα, το νερό απαλλαγμένο από τα διαλυμένα μέσα σε
αυτό άλατα να μπορεί να εξαχθεί από την μία έξοδο της συσκευής, ενώ το
επιβαρημένο υπόλοιπο να απομακρυνθεί από την άλλη έξοδο της συσκευής. Πράγματι οι
R.O.’s
έχουν ένα μειονέκτημα. Το μειονέκτημά τους είναι η σπατάλη του πολύτιμου
νερού, αφού από την ποσότητα νερού που θα επεξεργαστούμε με αυτές, μόνο το
25% θα είναι καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα ενώ το υπόλοιπο 75% είναι
νερό που θα πρέπει να πεταχτεί. Τα πλεονεκτήματά του όμως, επισκιάζουν το
μοναδικό τους μειονέκτημα. Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο
ακουαρίστας του 21ου αιώνα θα πρέπει στον βασικό του εξοπλισμό
να περιλαμβάνει και μια συσκευή
R.O..
Οι λόγοι που πιστεύω κάτι τέτοιο είναι οι εξής: Το νερό που παίρνουμε από την
R.O.,
είναι νερό που μπορούμε να το κάνουμε ότι θέλουμε. Μπορούμε να του
προσθέσουμε συνθετικά αλάτια και να φτιάξουμε τέλειο θαλασσινό νερό. Μπορούμε να κατεβάσουμε ή να ανεβάσουμε
τις τιμές του pH
και να κρατήσουμε αυτές τις τιμές σταθερές, αφού το
pH
έχει άμεση αλληλεπίδραση με την σκληρότητα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το νερό
ακόμα και ως πόσιμο.
Οι απιονιστήρες είναι συσκευές που
μπορούν να σχεδιαστούν απόλυτα για ειδική χρήση. Ανάλογα με τις ρητίνες
που θα χρησιμοποιήσουμε σε μία τέτοια συσκευή, μπορούμε να απομακρύνουμε
από πολύ συγκεκριμένα μόνο άλατα, μέχρι και όλα τα διαλυμένα άλατα του
νερού του δικτύου μας.
Το
pH
μετράει την οξύτητα του νερού. Μετράει
δηλαδή την ποσότητα του Υδρογόνου ή/και του Υδροξυλίου στο νερό. Οι βιολογικά διασπώμενες οργανικές
ενώσεις θα χαμηλώσουν το
pH,
μιας και χρειάζονται αρκετές ποσότητες σταθεροποιητών (buffers),
όπως τα Διττανθρακικά άλατα, για να επιτευχθεί αυτό.
Πολλοί από εμάς θα έχουμε παρατηρήσει πως
τα προτεινόμενα από τα
Lfs
προϊόντα που κατεβάζουν το
pH
δεν «δουλεύουν» στα ενυδρεία μας, ή «δουλεύουν» μόνο για μικρά διαστήματα. Χρησιμοποιούμε δηλαδή το προϊόν,
κατεβάζουμε το
pH
και την αμέσως επομένη ημέρα, ή και γρηγορότερα, η τιμή του
pH
στο ενυδρείο μας έχει ξανανέβει. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι οι υψηλές
συγκεντρώσεις αλάτων (σκληρότητα) οι οποίες έχουν την δυνατότητα να
ανεβάζουν και να κρατούν το
pH
σε υψηλά επίσης επίπεδα. Αυτό το φαινόμενο είναι αυτό που ονομάζουμε
buffer
και η ικανότητα ενός νερού να κρατάει σταθερή τη χημεία του νερού ενός
ενυδρείου λέγεται
buffering capacity και είναι
ανάλογη με αυτές τις συγκεντρώσεις.
Οι συγκεντρώσεις Ανθρακικών και
Διττανθρακικών αλάτων στο νερό, για παράδειγμα, θα είναι το
buffer
που δεν θα επιτρέψει την πτώση του
pH,
αλλά θα το κρατήσει σταθερό, ακόμα και αν η τοξική Αμμωνία δημιουργήσει
αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις στο νερό αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον
γίνεται σαφής προτροπή (από βιβλία,
keepers,
breeders
και έμπειρους ακουαρίστες) να φροντίζουμε ώστε το ΚΗ να είναι πάντα
μεγαλύτερο από 3
dKH,
σε ενυδρεία με μαλακό νερό και χαμηλό
pH,
εκτός και αν το ενυδρείο μας έχει πολύ μικρό πληθυσμό ή είμαστε φοβερά
προσεκτικοί στο τάισμα και τις ρουτίνες φροντίδας. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που η Αμμωνία
είναι πολύ τοξικότερη σε αλκαλικά νερά από ότι σε όξινα, αφού η αποδόμησή
της γίνεται καλύτερα σε νερό πλούσιο σε Διττανθρακικά άλατα. Έτσι και η
Αμμωνία αποδομήται ευκολότερα και το
pH
παραμένει σταθερό.
Το όξινο νερό και το μαλακό νερό είναι
δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Η χαμηλή Ολική σκληρότητα του νερού δεν
έχει αποδειχθεί ως πρωτευούσης σημασίας προϋπόθεση για την καλή υγεία
ψαριών που ζουν σε μαλακά νερά. Το χαμηλό
pH
όμως παίζει σημαντικό ρόλο. Παρ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει σε ένα ενυδρείο,
να είναι χαμηλή η περιεκτικότητά του νερού σε Ανθρακικά άλατα ώστε να
μπορεί το σύστημά μας να διαχειριστεί επαρκώς την τοξική Αμμωνία.
Και παρ’ ότι στο μαλακό νερό μπορούμε
ευκολότερα να κατεβάσουμε το
pH,
η ανάγκη σε Ανθρακικά άλατα (υψηλή
dKH)
είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή αποδόμηση των τοξικών
συγκεντρώσεων Αμμωνίας, οπότε το «μαλάκωμα» του νερού μπορεί να μας
δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από ότι μπορεί να μας επιλύσει. Κατά την διαδικασία της οξείδωσης του
Αμμωνίου (NH4+),
με βιολογική διάσπαση, σε Νιτρώδη ιόντα και εν συνεχεία, σε Νιτρικά άλατα,
χρησιμοποιούνται οι συγκεντρώσεις Διττανθρακικών αλάτων του νερού με
αποτέλεσμα το «χαμήλωμα» του
pH,
αφού αυτές οι συγκεντρώσεις είναι που καθορίζουν λίγο έως πολύ και τις
τιμές του pH. Με άλλα λόγια στο μαλακό νερό με χαμηλή
περιεκτικότητα σε Ανθρακικά άλατα η αποδόμηση των τοξικών ενώσεων του
αζώτου εμποδίζεται και σαν αποτέλεσμα έχουμε τη δημιουργία Αμμωνίου.
Το Ορθοφωσφορικό Οξύ (H3PO4)
παρ’ ότι σχετικά ασθενές οξύ δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ανεξέλεγκτα για
να κατεβάσουμε το pH
στα ενυδρεία μας. Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε αρχικά μία μικρή
ποσότητα νερού (για παράδειγμα δέκα λίτρα) και να προσθέσουμε λίγο - λίγο
το οξύ μέχρι να κατεβάσουμε το
pH
στα επιθυμητά όρια. Βρίσκοντας την ποσότητα του οξέως που χρειάζεται σε
μια μικρή ποσότητα νερού, μπορούμε να υπολογίσουμε την ποσότητα που πρέπει
να χρησιμοποιήσουμε σε όλον τον όγκο του νερού του ενυδρείου.
Διαλύουμε λοιπόν αυτήν την ποσότητα σε
ένα λίτρο νερό και ρίχνουμε σιγά - σιγά το διάλυμα στο ενυδρείο μας, αφού
έχουμε κάνει μια μερική αλλαγή νερού πριν.
Η αύξηση της Ολικής ή/και της Ανθρακικής
σκληρότητας είναι σαφώς ευκολότερη υπόθεση και γίνεται απλά με τη χρήση
κομματιών ασβεστόλιθου, είτε σαν
decor
ή και σαν υλικό φιλτραρίσματος. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε
Διττανθρακικό Νάτριο, για τον ίδιο σκοπό, με μεγάλη επιτυχία.
Επειδή η ποσότητα Διττανθρακικών στο νερό
δεν είναι μεγάλης σημασίας δεν υπάρχει περίπτωση υπερδόσης η ποσότητες που
μπορεί να χρειαστούν για να φτάσουμε στα επιθυμητά επίπεδα μπορεί να μας
δώσουν την αίσθηση πως σίγουρα έχουμε κάνει λάθος. Δεν είναι όμως έτσι τα
πράγματα.
Καλό είναι να ξεκινήσουμε πάντως με μία
συγκέντρωση Διττανθρακικού Νατρίου, της τάξης των τριάντα γραμμαρίων ανά
εκατό λίτρα νερού (30g/100l)
και να αυξήσουμε την ποσότητα σταδιακά εφ’ όσον κριθεί απαραίτητο.
Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το
Διττανθρακικό Νάτριο με το Υδροξείδιο του Νατρίου. Το Υδροξείδιο του
Νατρίου δεν έχει δυνατότητα σταθεροποίησης και η υπερβολική δοσολογία
είναι πολύ εύκολη με μοιραία αποτελέσματα για τη βιολογία του ενυδρείου
μας και την καλή υγεία των υδρόβιων οργανισμών που διατηρούμε σε αυτό.
Σε περίπτωση που σε αλκαλικό νερό
επιχειρήσουμε να ανεβάσουμε το
pH
χωρίς προηγουμένως να κάνουμε μία μερική αλλαγή νερού (25% - 30%), τότε το
ελεύθερο Αμμώνιο (NH4+)
θα μετατραπεί ξαφνικά σε τοξική Αμμωνία (NH3).
Τα χρήσιμα βακτηρίδια που διασπούν το
NH4+
χρειάζονται τον ανόργανο άνθρακα για να αυξηθούν. Όταν λοιπόν το
pH
στο ενυδρείο μας «πέφτει» σημαίνει πως η
ποσότητα των ανθρακικών αλάτων είναι μικρή και έτσι ανίκανη για να
τροφοδοτήσει επαρκώς τα νιτροφάγα βακτηρίδια. Το αποτέλεσμα μιας αύξησης
του pH
χωρίς προηγουμένως να έχουμε κάνει μία μερική αλλαγή νερού (25% - 30%) θα
είναι η απότομη αύξηση του
NH4+.
Μία απότομη αύξηση του
pH
σε αυτήν την περίπτωση θα είναι μοιραία αφού θα δημιουργηθεί αυτόματα
ελεύθερη Αμμωνία (NH3).
Όσο υψηλότερο λοιπόν το
pH
τόσο περισσότερη NH3
δημιουργείται από το
NH4+.
Ποτέ δεν θα πρέπει να ανεβάσουμε ή να
κατεβάσουμε το
pH
του νερού χωρίς μία μερική αλλαγή νερού πριν.
Ποτέ δεν πρέπει να ανεβάζουμε ή
αντίστοιχα να κατεβάζουμε την τιμή του pH σε ένα ενυδρείο που περιέχει
ψάρια περισσότερο από 0,2 της μονάδας ανά εικοσιτετράωρο. |