HYPOSTOMINAE
ΓΕΝΙΚΑ
Σ’ αυτήν την υποοικογένεια ανήκουν κάποια
πολύ δημοφιλή είδη που είναι αρκετά συνηθισμένα σε ενυδρεία (είδη του
γένους
Pterygoplichthys (Glyptoperichthys)). Είναι
ωοτόκα και μάλλον παμφάγα. Λόγω του μεγέθους τους και της
προσαρμοστικότητός τους χρησιμοποιούνται σε ενυδρεία με μεγαλόσωμα είδη
ψαριών της οικογένειας
CICHLIDAE.
Συνήθως συναντάμε τα είδη
Hypostomus plecostomus
(στην κανονική, στην ξανθική και στην αλφική τους μορφή) και
Pterygoplichthys gibbiceps.
Parotocinclus jumbo (LDA 25)
Foto: Renate Husmann |
Κατά κανόνα δεν τρώνε φυτά (υπάρχουν και εξαιρέσεις), αλλά το μέγεθός τους
μπορεί να είναι αρνητικό για ένα φυτεμένο ενυδρείο, μιας και με την κίνησή
τους μπορεί να ξεριζώσουν ή να καταστρέψουν φυτά. Κάποιες φορές θα τα
ξεριζώσουν για να φτιάξουν μία άνετη κρυψώνα. Είναι συνήθως νυκτόβια, αν
και προσαρμόζονται εύκολα και σε ημερήσια δράση, έπειτα από κάποιο
διάστημα παραμονής σε ένα ενυδρείο, στο οποίο νοιώθουν ασφαλή. Σε αυτήν
την περίπτωση θα ανέβουν στην επιφάνεια για να φάνε
flakes
μαζί με τα υπόλοιπα ψάρια. Μπορεί να
φτάσουν τα 50
cm
σε μήκος. Οι χομπίστες προτιμούν
σπανιότερα είδη όπως
Pterygoplichthys (Glyptoperichthys)
species cf.
lituratus,
Hypostomus
regani, Pterygoplichthys
ambrosettii (Snow king pleco),
Panaque cochliodon
κλπ. Δέχονται κάθε είδους τροφές
(ζωντανές, κατεψυγμένες, ξηρής κατάψυξης, ξηρές τροφές και λαχανικά). Λίγα
είναι γνωστά για την αναπαραγωγή τους στην αιχμαλωσία. Πιθανώς έχουν την
ίδια συμπεριφορά και τις ίδιες τεχνικές με τα μέλη των υποοικογενειών
ANCISTRINAE
και
LORICARIINAE.
LORICARIINAE
ΓΕΝΙΚΑ
Η υποοικογένεια περιλαμβάνει πάρα πολλά
είδη, μεταξύ των οποίων κάποια πολύ δημοφιλή στο χώρο του
hobby.
Τα περισσότερα τα συναντάμε σπάνια στην Ελλάδα, σε ενυδρεία ανθρώπων που
εκτιμούν πάρα πολύ τις ιδιαιτερότητές τους. Από τα πλέον διαδεδομένα στο
χώρο είναι είδη από τα γένη
Sturisoma
(πχ
S.
aureum),
Farlowella acus
Foto: K.Dreymann |
Farlowella
(πχ
F.
acus,
F.
gracilis),
Rineloricaria
(πχ
R.
lanceolata,
R.
teffeana,
R.
microlepidogaster,
R.
fallax).
Πολύ όμορφα, αλλά σπανιότερα να βρούμε στη χώρα μας, είναι τα είδη
Rineloricaria
heteroptera,
R.
morrowi,
Sturisomatichthys leightoni,
Lamontichthys
filamentosus
που προτιμούνται από χομπίστες. Τα
αρσενικά και τα θηλυκά άτομα παρουσιάζουν σεξουαλικό διμορφισμό, που
ευκολότερα αντιλαμβάνονται οι εμπειρότεροι ακουαρίστες. Και εδώ τα
αρσενικά άτομα προστατεύουν τις φωλιές (αν χρησιμοποιούν φωλιές) και τα
αυγά τους. Τα είδη του γένους
Sturisoma
(πχ
S.
aureum)
γεννούν σε ανοιχτές επιφάνειες ενώ πολλά από τα είδη του γένους
Rineloricaria
(πχ
R.
fallax)
γεννούν σε τρύπες βυθισμένων ριζών ή ξύλων. Προτιμούν δροσερά νερά και η
εκκόλαψη των αυγών τους κρατάει περί την μία εβδομάδα σε
θερμοκρασία 24°
C.
Η παραγωγή τους σε αυγά ποικίλει από είδος σε είδος (40 – 200).
Επίσης το σχήμα και το χρώμα των αυγών τους ποικίλει (από υποκίτρινα
έως καφέ-κίτρινα). Τα μωρά τους μπορούν να τραφούν αμέσως με
ζωντανές τροφές, αν και θα προτιμήσουν αρχικά την βιομάζα του υποστρώματος
(aufwuchs).
Δέχονται με ευχαρίστηση αρακά, σπανάκι, μπρόκολα και κολοκυθάκια, καθώς
και βυθιζόμενες τροφές (tablets,
pellets)
ή μουλιασμένα flakes.
Είναι όμορφα και πολύ ενδιαφέροντα ψάρια που ταιριάζουν σε κάθε φυτεμένο
(όχι πυκνοφυτεμένο) ενυδρείο με ήσυχους συγκατοίκους, εφ’ όσον δεν
υπάρχουν ακραίες φυσικοχημικές παράμετροι (pH
7,0 – 7,5) και οι θερμοκρασίες
κυμαίνονται μεταξύ 23°
C
και 26°
C.
Μασουλάνε και αυτά ξύλα και γι’ αυτό πρέπει να τους προσφέρουμε
bogwwod
και
mopani.
DORADINAE
ΓΕΝΙΚΑ
Η οικογένεια περιλαμβάνει τα γένη
Acanthodoras,
Agamyxis,
Amblydoras
κ.α. Τα είδη προτιμούν
σχετικά όξινα έως κανονικά νερά (pH
5,8 – 7,5) με χαμηλές ή
σχετικά υψηλές σκληρότητες (0 – 25 °dGH),
αφού κατά κανόνα ζουν στις εκβολές του Αμαζονίου, στα νερά του Ισημερινού
της Γουιάνα και της Κολομβία. Μπορούν να «μπουν» σε
community
ενυδρεία, εφ’ όσον οι συγκάτοικοί τους
δεν θα τα ενοχλούν. Είναι φιλήσυχα νυκτόβια ψάρια και κατά τη διάρκεια της
ημέρας κρύβονται σε συστάδες φυτών ή τρύπες βράχων και βυθισμένων ξύλων.
Τρέφονται τη νύχτα και μπορούν να αντέξουν αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες (πχ
Agamyxis
pectinifrons - 15°C).Πιθανόν
να κατασκευάζουν
bubble nests
κάτω από επιφανειακά ή επιπλέοντα
φυτά (κατά Hancock),
όπου γεννούν μέχρι και 2000 αβγά (εξαρτάται πάντα από το είδος). Τα
ενυδρεία που θα τα φιλοξενήσουν δεν χρειάζεται να είναι πολύ ψηλά (γύρω
στα 30 cm
είναι αρκετά καλά) και πρέπει να
διαθέτουν κρυψώνες από
bogwood,
mopani,
πέτρες και φυτά. Στη χώρα μας κυκλοφορούν πιο συχνά τα
Amblydoras hancockii
και τα
Platydoras costatus.
Τα υπόλοιπα είδη είτε είναι σπάνια ή δεν έχουν εισαχθεί ποτέ, λόγω της
χαμηλής τους εμπορικότητας που είναι συνέπεια της νυκτόβιας βιολογίας
τους.
MOCHOCIDAE
ΓΕΝΙΚΑ
Η οικογένεια περιέχει δέκα (10)
υποοικογένειες με εκατόν πενήντα είδη (150), τουλάχιστον δύο
είναι αρκετά γνωστές. Στην υποοικογένεια των
CHΕILOGLANINAE
ανήκουν τα είδη του γένους
Cheiloglanis,
ενώ στην υποοικογένεια
MOCHOCINAE
τα γνωστά είδη του γένους
Synodontis
και τα γένη
Hemisynodontis,
Mochokiella
κλπ. Στο
hobby
στη χώρα μας κυκλοφορούν αρκετά είδη του
γένους
Synodontis (πχ
S.
nigriventris,
S.
notatus,
S.
decorus,
S.
angelicus
κλπ). Είναι ιδανικά γατόψαρα για
community
ενυδρεία με είδη της οικογένειας
CICHLIDAE
των λιμνών της μεγάλης
κατακρημνισηγεννούς κοιλάδας της νοτιοανατολικής Αφρικής.
Synodontis Angelicus |
Synodontis Multipunktatus |
Πολλά είδη (τουλάχιστον δέκα)
είναι ενδημικά της λίμνης
Tanganyika
και τουλάχιστον ένα ενδημικό είδος
ζει στην λίμνη Malawi
(S.
njassae).
Τα περισσότερα φτάνουν περίπου τα 20
cm.
Τα πλέον μεγαλόσωμα φτάνουν τα 40
cm
(πχ S.
nigramaculatus,
S.
obesus)
ή και πάνω από 55
cm
(πχ S.
angelicus).
Τα μικρόσωμα δεν ξεπερνούν τα 15
cm
και ένα από τα πιο μικρά είδη
είναι το S.
contractus
που φτάνει μόλις τα 7,5
cm.
Είναι ωοτόκα και κάποια αποκλειστικά
νυκτόβια (πχ S.
congicus).
Κάποια έχουν αναπτύξει την ίδια τεχνική αναπαραγωγής που έχει το πουλί
κούκος. Εξ’ αιτίας αυτής τους της συμπεριφοράς αποκαλούνται “cockoo
catfishes”.
Φροντίζουν δηλαδή να γεννούν τα αυγά τους κοντά σε
mouthbrooders
της οικογένειας
CICHLIDAE.
Τα θηλυκά μαζί με τα δικά τους αυγά παίρνουν στο στόμα τους και τα αβγά
αυτών των «Γατόψαρων».
Synodontis petricola
Foto: Dirk Lehmann |
Αυτά συνήθως εκκολάπτονται γρηγορότερα από τα αβγά
των κιχλίδων και αρχίζουν να τρέφονται με αυτά ή με τα μωρά των κιχλίδων
που είναι μικρότερά τους. Το αποτέλεσμα είναι να γεννηθούν μόνο «Γατόψαρα»
και κάποιες φορές να κινδυνέψει και η ζωή του θηλυκού ψαριού που τα
διατηρούσε στο στόμα του από τα δυνατά «αγκάθια» τους. Αυτή η τεχνική έχει
παρατηρηθεί και σε ενυδρεία στα είδη
S.
multipunctatus
και
S.
petricola.
Για τα υπόλοιπα είδη δεν υπάρχουν αναφορές για την αναπαραγωγή τους στην
αιχμαλωσία. Πιθανόν δύο άτομα του αντιθέτου φύλου ζευγαρώνουν σε τρύπες
βράχων.
Δέχονται οποιοδήποτε είδος τροφής – ακόμα
και flakes
- εφ’ όσον προσαρμοστούν, γιατί τα περισσότερα είδη που κυκλοφορούν στο
εμπόριο είναι πιασμένα άγρια (wild
caught). Κοινά είδη στο χώρο
των ελλήνων ακουαριστών είναι συνήθως τα
S.
nigriventris,
S.
decorus,
S.
schoutedeni,
S.
flavitaeniatus,
S.
brichardi,
S.
eupterus,
S.
notatus,
S.
brichardi,
S.
multipunctatus
κ.α.
Για τα
community
ενυδρεία με κιχλίδες της λίμνης
Tanganyika
καλύτερα να χρησιμοποιούμε τα πιο
μικρόσωμα είδη (S.
petricola,
S.
multipunctaus,
S.
constractus
και
S.
nigriventris),
για τα community
ενυδρεία με κιχλίδες της λίμνης
Malawi
καλύτερα να χρησιμοποιούμε – εάν είναι
δυνατό να βρούμε – το είδος
S.
njassae.
Κάποια από τα είδη είναι επιθετικά
απέναντι σε άτομα του ίδιου είδους (πχ
S.
notatus)
γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε το είδος, το τελικό μέγεθος του ψαριού και
το μέγεθος του ενυδρείου. Τα είδη των γενών
Hemisynodontis,
Mochociella
και
Cheiloglanis
είναι εντελώς άγνωστα στην Ελλάδα.
Αρκετά διαδεδομένα στο
hobby
είναι διάφορα είδη της οικογένειας
PANGASIIDAE.
Μπορεί άνετα να τους απονεμηθεί ο τίτλος: ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑ ΚΑΙ
ΠΟΛΥΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΑ ΨΑΡΙΑ ΣΕ ΕΝΥΔΡΕΙΑ. Ο λόγος είναι πως ενώ τα ψάρια
αυτά μεγαλώνουν πολύ στο φυσικό περιβάλλον (πχ
Pangasius hupophthalmus
που φτάνει το ένα μέτρο),
συνήθως είναι καταδικασμένα να ζουν σε πολύ μικρά ενυδρεία και να μην
ξεπεράσουν βέβαια τα 20
cm,
ούτε το απίστευτο
stress που υποβάλλονται σε τόσο
μικρούς και ακατάλληλους χώρους σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Στις χώρες από
όπου κατάγονται «καλλιεργούνται» (captive
breeding) για το κρέας τους.
συνέχεια |