Συνώνυμα:
Papilochromis ramirezi,
Apistogramma ramirezi
Βιότοπος:
Λεκάνη του
ποταμού Ορενόκο,
τα Ιλάνος
(ελώδεις
περιοχές)
της Βενεζουέλα
και οι υγρότοποι της Κολομβίας.
Οικογένεια:
CICHLIDAE,
Υποοικογένεια
Geophaginae
Τελικό μέγεθος:
έως 7,0
cm.
Ενυδρείο:
Για μια
μικρή αποικία αποτελούμενη από δύο με τρία αρσενικά και έξη με επτά θηλυκά
τουλάχιστον 270 λίτρα (species
tank).
Για ένα ζευγάρι
Μ.
ramirezi
και ένα μικρό
κοπαδάκι
tetras
(πχ
Hemigrammus blehheri,
Cheirodon
herbertaxelrodi
κ.α.) των δέκα
περίπου ατόμων, ένα μικρόσωμο από τα
Ancistrus
species (πχ
A.
temmincki) και
έξι μικρόσωμα
Corydoras
species
(πχ.
C.
pygmaeus,
C.
elegans.)
από 80 λίτρα (community
tank).
Τα ψάρια που
κυκλοφορούν στο εμπόριο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό,
προέρχονται από υδατοκαλλιέργειες της νοτιοανατολικής Ασίας ή της βόρειας
Ευρώπης. Αυτός είναι ο λόγος που τα ψάρια που βλέπουμε σήμερα σε ενυδρεία
δεν έχουν τα έντονα χρώματα των άγριων ψαριών, αν και οι Ευρωπαίοι
breeders
έχουν το προνόμιο της σαφώς καλύτερης ποιότητας από αυτή που διαθέτουν οι
Ασιατικές πηγές.
Mikrogeophagus ramirezi
Foto: Br.
Cavignaux
|
Βιολογία
Το είδος ανήκει στην
τάξη των Περκόμορφων (Perciformes)
και κατατάσσεται στα Ακτινοπτερύγια (Actinopterygii).
Είναι βενθοπελαγικό ψάρι. Τα φυσικά νερά στα οποία ζει παρουσιάζουν
pH
5,0 έως 6,0, ολική σκληρότητα από πέντε (5
°dGH)
έως δώδεκα (12
°dGH)
και θερμοκρασίες από 22°C
έως 35°C.
Ζουν σε ρυάκια, ανοιχτές λιμνούλες και ρηχές μικρές λίμνες. Τα νερά είναι
πολύ καθαρά και το φως φτάνει ως το βυθό, χωρίς να βρίσκει εμπόδιο σε
ιζήματα και υδρόβια φυτά.
Mikrogeophagus altispinosa
Foto: J. Glaser |
Μαζί με το
Mikrogeophagus altispinosa
(Bolivian
Ram) συνιστούν
την ομάδα των μικρόσωμων κιχλίδων πεταλούδων (Dwarf
butterfly cichlids)
και είναι από τα πλέον δημοφιλή είδη που διατηρούνται στην αιχμαλωσία από
τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν, αν και το
M.
altispinosa
είναι λιγότερο
ευαίσθητο και λιγότερο δημοφιλές.
Το είδος έχει
χρησιμοποιηθεί σε μελέτες συμπεριφοράς. Δημιουργεί ουδέτερες
οικογένειες με χαλαρούς δεσμούς. Συνήθως περισσότερα από ένα θηλυκά άτομα
προστατεύουν μια περιοχή (spawning
site) ενώ ένα
αρσενικό προστατεύει και ελέγχει μία μεγαλύτερη περιοχή γύρω από τα
spawning
sites και
ζευγαρώνει με όσα θηλυκά βρίσκονται εντός αυτών των ορίων. Γεννούν τα αβγά
τους σε μικρές «σπηλιές» και ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ εκατόν
πενήντα και διακοσίων αβγών σε κάθε γέννηση. Τα αρσενικά συνήθως δεν
μπαίνουν στις «σπηλιές» των θηλυκών είτε λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους
τους ή γιατί τα ίδια τα θηλυκά δεν τους το επιτρέπουν. Είναι πολύ καλοί
γονείς αφού προστατεύουν και φροντίζουν τα αβγά, τις λάρβες και τα ιχθύδιά
τους. Μέσα σε ενυδρείο έχουν παρατηρηθεί
ιδιαίτερες συμπεριφορές.
Η διατροφή τους στο
φυσικό περιβάλλον αποτελείται από ζωική και φυτική ύλη. Τρέφονται συνήθως με βενθικούς οργανισμούς (σκουλήκια, νύμφες ή προνύμφες εντόμων, μικρά
ασπόνδυλα και καρκινοειδή), πλανκτονικούς οργανισμούς,
aufwuchs
και άλγες. Η ίδιας ποιότητας
διατροφή πρέπει να ακολουθηθεί ώστε να αναπαραχθούν στην αιχμαλωσία. Νεοεκκολαυθήσα
Artemia salina
(A0,
Artemia nauplii),
Daphnia,
Cyclops,
glass worms,
grindal worms,
micro worms,
vinegar eels,
white worms (όχι
red mosquito larvae),
σάρκα μυδιών, λευκό κρέας ψαριού κλπ είναι οι ιδανικές ζωντανές ή
κατεψυγμένες τροφές για το είδος. Παρασκευασμένες τροφές σαν το
shrimp
mix που
παρουσιάζει ο
Ad
Konings στις
δημοσιεύσεις του φτιάχνουν μια πολύ ισορροπημένη δίαιτα γι αυτό το ψάρι.
Θα φάνε ακόμα και
flakes
εάν
εγκλιματιστούν καλά σε ενυδρείο, αλλά για την αναπαραγωγή θα χρειαστούν οι
παραπάνω αναφερθείσες ζωντανές, κατεψυγμένες και παρασκευασμένες τροφές.
Το είδος είναι
μονογαμικό και χρησιμοποιεί για
spawning
sites πέτρες,
ρίζες, κλαδιά και πυκνά μέρη με βλάστηση κοντά στις όχθες.
Διατήρηση στην αιχμαλωσία
- Αναπαραγωγή
Το ενυδρείο που θα
φιλοξενήσει το είδος πρέπει να έχει κάποια βλάστηση, ώστε τα ψάρια να
νοιώθουν ασφάλεια και θα δείξουν τα χρώματά τους κάτω από τα σκιασμένα
μέρη. Ρίζες και πέτρες πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο
aquascaping.
Satanoperca
leucosticta
Foto:
H. Slesinger |
Το
υπόστρωμα θα πρέπει να αποτελείται από σκουρόχρωμο φίνο χαλίκι (όσο πιο
ψιλό τόσο καλύτερα), μιας και το είδος τρέφεται στο βυθό χρησιμοποιώντας
την τεχνική των μεγαλόσωμων εξαδέλφων της υποοικογένειας (πχ
Satanoperca leucosticta, Geophagus brasiliensis,
κλπ). Παίρνουν δηλαδή «μπουκιές» από το υπόστρωμα στο στόμα τους και μέσω
των φαρυγγικών τους δοντιών ξεχωρίζουν τα βρώσιμα ευρήματά τους ενώ
απαλλάσσονται από την άχρηστη άμμο μέσω των βραγχίων τους. Αυτόματα
καταλαβαίνουμε τι ζημιά μπορεί να κάνει στα βράγχια τους η χρήση χοντρού ή
«άγριου» χαλικιού. Προτιμότερη είναι η χρήση λεπτόκοκκης χαλαζιακής άμμου.
Στο φυσικό τους
περιβάλλον αναπαράγονται κατά την αποχή των βροχών, όπου οι βροχές
εμπλουτίζουν με νερό πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά τα υδάτινα συστήματα
όπου ζουν τα ψάρια, παρασύροντας την πλούσια σε ιχνοστοιχεία και μέταλλα
λάσπη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των μικροοργανισμών στα υδάτινα
συστήματα και έτσι δίνετε το ερέθισμα της αναπαραγωγής λόγω της τροφικής
αφθονίας. Η είσοδος τανικών ή/και
χουμικών οξέων σε αυτά τα νερά κατεβάζει το
pH
δραματικά (έχουν σημειωθεί μετρήσεις
pH
4,5 και ανθρακικής σκληρότητας -
dKH
- κάτω και από έναν γερμανικό βαθμό) και παίζει και αυτή η διαδικασία
σημαντικό ρόλο σε αυτό το ερέθισμα.
Για να επιτύχουμε
ζευγάρωμα στην αιχμαλωσία θα πρέπει να ταΐσουμε τα ψάρια με υψηλής
ποιότητας πρωτεϊνούχες (όχι παράγωγα θερμόαιμων ζώων) τροφές και σε
μεγάλες ποσότητες, να κάνουμε τις μερικές αλλαγές νερού με ελαφρά πιο
δροσερό (1°C
με 2°C)
και πιο όξινο και μαλακό νερό, να ανεβάσουμε κατά δύο βαθμούς (2°C)
τη θερμοκρασία και να μην ενοχλούμε το
tank
τους με
δραστηριότητές μας μέσα σε αυτό ή στο χώρο που το έχουμε εγκαταστήσει.
Το αναπαραγωγικό
ενυδρείο (breeding
tank) καλό
είναι να φέρει κομμάτια από πλαστικό σωλήνα ύδρευσης (P.V.C.)
που θα χρησιμοποιηθούν ως καταφύγιο για τα μικρότερα θηλυκά άτομα και να
είναι όσο το δυνατόν λιγότερο «φορτωμένο», ώστε να είναι δυνατή η
παρατήρηση των φιλοξενουμένων ψαριών.
Vesicularia dubyana
Javamoos |
Φυτά όπως τα
Vesicularia dubyana
μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρέχουν κάλυψη και ζωντανούς
μικροοργανισμούς για τα ίδια τα ενήλικα άτομα αλλά και τα μωρά τους.
Καλύτερα να
διατηρούνται σε ζευγάρια και προτιμότερο είναι να μην έχουν σαν
συγκατοίκους μεγαλύτερα ή πιο δραστήρια είδη καθώς μπορεί ένα τέτοιο
περιβάλλον να τα στρεσάρει. Η συγκατοίκηση με
μικρά δραστήρια ψάρια (πχ
tetras)
ή άλλες κιχλίδες νάνους τα κάνει λιγότερο ντροπαλά.
Η θερμοκρασία των
νερών που τα φιλοξενούν δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 25°C
με 26°C
γιατί οι υψηλότερες θερμοκρασίες θα στρεσάρουν τα ψάρια. Η ανθρακική
σκληρότητα δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη από τρεις γερμανικούς βαθμούς (3
dKH) εκτός και
αν το ενυδρείο είναι πολύ αραιοκατοικημένο.
Τα αρσενικά άτομα
είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά και έχουν μεγαλύτερα κοιλιακά (pelvic)
πτερύγια, μεγαλύτερο το πρώτο ραχιαίο (dorsal)
φτερό και μεγαλύτερες τις ραχιαίες μεμβράνες.
Τοποθετούν τα αβγά
τους σε οριζόντιες επιφάνειες βράχων και υδρόβιων φυλλωμάτων. Συνήθως τα
θηλυκά ξεκινούν τη διαδικασία οδηγώντας τα αρσενικά σε χώρο που τον έχουν
επιλέξει και καθαρίσει. Η κοιλιά στα θηλυκά - την εποχή της αναπαραγωγής
- έχει χρώμα έντονο κόκκινο-βυσσινί και τα θηλυκά την επιδεικνύουν σε κάθε
ευκαιρία στα αρσενικά. Συνήθως γεννούν γύρω
στα διακόσια αβγά που εκκολάπτονται μόνο εάν οι τιμές του
pH
είναι οι ιδανικές. Ανάλογα με την θερμοκρασία η εκκόλαψη παίρνει δύο με
τρεις μέρες και οι λάρβες μεταφέρονται σε ένα μικρό λάκκο που το ζευγάρι
έχει σκάψει ήδη.
Και οι δυο γονείς
προσέχουν τα αβγά και τα μωρά τους (biparental
care) που
καταναλώνουν τον λεκιθικό τους σάκο και ξεκινούν να κολυμπάνε κανονικά (γίνονται
free –
swimming)
μετά από περίπου τρεις (3) μέρες, οπότε και μπορούν να πάρουν ναύπλιους
από
Artemia
salina ως
τροφή. Τα ενήλικα αποδέχονται
τα μωρά τους μέχρι αυτά να φτάσουν το ένα εκατοστό (1
cm)
σε μήκος.
Λόγω της μεγάλης
ζήτησης για το είδος τα
M.
ramirezi
έχουν αναπαραχθεί στην αιχμαλωσία σε τεράστιους αριθμούς και για πολλά
χρόνια και γι αυτό τα χρώματά των γεννημένων στην αιχμαλωσία ατόμων (captive
bred) δεν
είναι τόσο έντονα όσο των άγριων προγόνων (wild
caught) τους.
Οι συνεχείς αιμομιξίες
εξ’ άλλου μπορούν να δώσουν άτομα με παρεκκλίνουσα μορφή (δυσπλασίες και
άλλες φαινοτυπικές ανωμαλίες), γι’ αυτό είναι προτιμότερο να αλλάζεται ο
ένας από τους δύο γονείς εφ’ όσον τέτοιες ανωμαλίες υπερβαίνουν το 5% των
απογόνων τους.
|